οιστρομανής

οιστρομανής
οἰστρομανής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που καθίσταται παράφρων από τσίμπημα οίστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ιππο-μανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οἰστρομανής — mad from the gadfly s sting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰστρομανῆ — οἰστρομανής mad from the gadfly s sting neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) οἰστρομανής mad from the gadfly s sting masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) οἰστρομανής mad from the gadfly s sting masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰστρομανές — οἰστρομανής mad from the gadfly s sting masc/fem voc sg οἰστρομανής mad from the gadfly s sting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… …   Dictionary of Greek

  • οιστρομανία — η (Α οἰστρομανία και ιων. τ. οἰστρομανίη) [οιστρομανής] νεοελλ. το σύνολο τών εκδηλώσεων γενετήσιας υπερδιέγερσης που εκδηλώνεται και στα δύο φύλα και που μπορεί να οφείλεται σε διάφορα αίτια αρχ. παράφορο πάθος …   Dictionary of Greek

  • οιστρομανώ — οἰστρομανῶ, έω (Α) [οιστρομανής] καθίσταμαι παράφρων από τσίμπημα οίστρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”